- κομπολᾱκύθης
- κομπο-λᾱκύθης, ὁ, Prahlhans, komischer Vogelname ; zur Verhöhnung des Lamachus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κομπολακύθης — και κομπολάκυθος, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός τού λόγου»] … Dictionary of Greek
κομπολακυθώ — κομπολακυθῶ, έω (Μ) [κομπολακύθης] κομπολακώ* … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek